θρηνώδεις

θρηνώδεις
θρηνώδης
masc/fem acc pl
θρηνώδης
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θρηνῴδεις — θρηνῳδέω sing a dirge over imperf ind act 2nd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακλητικός — ή, ό / παρακλητικός, ή, όν, Ν ΜΑ [παρακαλώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράκληση, ικετευτικός νεοελλ. μσν. 1. το θηλ. ως ουσ. η Παρακλητική εκκλ. λειτουργικό βιβλίο τής Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας το οποίο περιέχει κανόνες και τροπάρια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”